Η οικοδέσποινα είναι παραδοσιακά η «κυρία του σπιτιού». Η γυναίκα που αφιερώνει χρόνο για να δημιουργεί και να προσφέρει τα καλύτερα στην οικογένεια και τους φίλους που καλεί στο σπιτικό της.
Η ζωή στις παραδοσιακές, μικρότερες κοινωνίες στην Ελλάδα είναι πιο διαπροσωπική, και συχνά στο παρελθόν, εκφραζόταν μέσα από κάποιες μορφές ήπιου, γλυκού ανταγωνισμού. Για την κάθε οικοδέσποινα αυτό περιελάμβανε το να επιδεικνύει τις καλύτερες δημιουργίες της, να μοσχοβολάει το σπίτι της γλυκά, να κεντήσει ή να πλέξει με το «τσιγκελάκι» τα καλύτερα κάτασπρα λινά υφάσματα για να στολίσει το τραπέζι όπου θα παρουσιάσει τα φαγητάκαι τα κεράσματά της.
Οι κουραμπιέδες είναι το χρυσό πρότυπο της ελληνικής ζαχαροπλαστικής. Κάθε οικοδέσποινα στις πόλεις και στα αμέτρητα χωριά της ηπειρωτικής χώρας αλλά και στα νησιά ήθελε οι κουραμπιέδες της να είναι οι καλύτεροι. Ήταν θέμα υπερηφάνειας.
Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο σερβίρονται οι κουραμπιέδες της ήταν εξίσου θέμα υπερηφάνειας. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι κουραμπιέδες έπρεπε να συνοδεύονται πάντα στο τραπέζι ενός σπιτιού του χωριού με τα πιο περίτεχνα γυαλικά και τα καλύτερα δείγματα από τα προικιά της που προετοιμάστηκαν για να τιμήσουν την ημέρα του γάμου της.
Για να προσφέρει στα μέλη της οικογένειας ένα ποτήρι κρύο νερό ή ένα ζεστό ελληνικό καφέ συνοδευόμενο από ένα γλυκό, χρειαζόταν μόνο ένας λιτός δίσκος σερβιρίσματος και απλά λευκά πορσελάνινα φλιτζάνια. Για τους επισκέπτες της όμως, ως δείγμα της νοικοκυροσύνης και της φιλοξενίας της, απαιτούνταν από αυτή να έχει κεντήσει ή βελονίσει ένα ωραίο λευκό ύφασμα με το οποίο θα στολίσει το δίσκο πάνω στον οποίο θα προσφέρει το δροσιστικό νερό, τον καφέ και το νόστιμο γλυκό της. Είτε το ύφασμα είναι «κοφτό», είτε έχει βελονιά τοπικής έμπνευσης, είτε είναι ένα έργο από δαντέλα, αποτελούσε μέρος της υπερηφάνειας και της φήμης της, όπως φυσικά και οι κουραμπιέδες της, αυτοί που φτιάχτηκαν με τη δική της «μυστική» συνταγή.
Η ζωή στις παραδοσιακές, μικρότερες κοινωνίες στην Ελλάδα είναι πιο διαπροσωπική, και συχνά στο παρελθόν, εκφραζόταν μέσα από κάποιες μορφές ήπιου, γλυκού ανταγωνισμού. Για την κάθε οικοδέσποινα αυτό περιελάμβανε το να επιδεικνύει τις καλύτερες δημιουργίες της, να μοσχοβολάει το σπίτι της γλυκά, να κεντήσει ή να πλέξει με το «τσιγκελάκι» τα καλύτερα κάτασπρα λινά υφάσματα για να στολίσει το τραπέζι όπου θα παρουσιάσει τα φαγητάκαι τα κεράσματά της.
Οι κουραμπιέδες είναι το χρυσό πρότυπο της ελληνικής ζαχαροπλαστικής. Κάθε οικοδέσποινα στις πόλεις και στα αμέτρητα χωριά της ηπειρωτικής χώρας αλλά και στα νησιά ήθελε οι κουραμπιέδες της να είναι οι καλύτεροι. Ήταν θέμα υπερηφάνειας.
Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο σερβίρονται οι κουραμπιέδες της ήταν εξίσου θέμα υπερηφάνειας. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι κουραμπιέδες έπρεπε να συνοδεύονται πάντα στο τραπέζι ενός σπιτιού του χωριού με τα πιο περίτεχνα γυαλικά και τα καλύτερα δείγματα από τα προικιά της που προετοιμάστηκαν για να τιμήσουν την ημέρα του γάμου της.
Για να προσφέρει στα μέλη της οικογένειας ένα ποτήρι κρύο νερό ή ένα ζεστό ελληνικό καφέ συνοδευόμενο από ένα γλυκό, χρειαζόταν μόνο ένας λιτός δίσκος σερβιρίσματος και απλά λευκά πορσελάνινα φλιτζάνια. Για τους επισκέπτες της όμως, ως δείγμα της νοικοκυροσύνης και της φιλοξενίας της, απαιτούνταν από αυτή να έχει κεντήσει ή βελονίσει ένα ωραίο λευκό ύφασμα με το οποίο θα στολίσει το δίσκο πάνω στον οποίο θα προσφέρει το δροσιστικό νερό, τον καφέ και το νόστιμο γλυκό της. Είτε το ύφασμα είναι «κοφτό», είτε έχει βελονιά τοπικής έμπνευσης, είτε είναι ένα έργο από δαντέλα, αποτελούσε μέρος της υπερηφάνειας και της φήμης της, όπως φυσικά και οι κουραμπιέδες της, αυτοί που φτιάχτηκαν με τη δική της «μυστική» συνταγή.